χούνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χούνη οι χούνες
      γενική της χούνης των χουνών
    αιτιατική τη χούνη τις χούνες
     κλητική χούνη χούνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χούνη < μεσαιωνική ελληνική χουνίν / χωνίον < αρχαία ελληνική χώνη / χοάνη

Ουσιαστικό

χούνη θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) χοάνη
  2. (ιδιωματικό) φαράγγι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.