χοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοή οι χοές
      γενική της χοής των χοών
    αιτιατική τη χοή τις χοές
     κλητική χοή χοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοή < αρχαία ελληνική χοή < χέω

Ουσιαστικό

χοή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.