χοανοειδής
Νέα ελληνικά (el)

χοανοειδές άνθος του είδους Convolvulus arvenvis (κονβόλβουλος ο αρουραίος) κν περικοκλάδα, ζιζάνιο των χωραφιών και των κηπων με διαιτώμενα διάφορα άκαρι.
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χοανοειδής | η | χοανοειδής | το | χοανοειδές |
| γενική | του | χοανοειδούς* | της | χοανοειδούς | του | χοανοειδούς |
| αιτιατική | τον | χοανοειδή | τη | χοανοειδή | το | χοανοειδές |
| κλητική | χοανοειδή(ς) | χοανοειδής | χοανοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χοανοειδείς | οι | χοανοειδείς | τα | χοανοειδή |
| γενική | των | χοανοειδών | των | χοανοειδών | των | χοανοειδών |
| αιτιατική | τους | χοανοειδείς | τις | χοανοειδείς | τα | χοανοειδή |
| κλητική | χοανοειδείς | χοανοειδείς | χοανοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
χοανοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.