χωνευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χωνευτήριο | τα | χωνευτήρια |
| γενική | του | χωνευτηρίου & χωνευτήριου |
των | χωνευτηρίων |
| αιτιατική | το | χωνευτήριο | τα | χωνευτήρια |
| κλητική | χωνευτήριο | χωνευτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σχηματική απεικόνιση χωνευτηρίου για τήξη μετάλλων.
Ετυμολογία
- χωνευτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χωνευτήριο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χωνευτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.