χοηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | χοηφόρος | το | χοηφόρο | ||
| γενική | του/της | χοηφόρου | του | χοηφόρου | ||
| αιτιατική | τον/τη | χοηφόρο | το | χοηφόρο | ||
| κλητική | χοηφόρε | χοηφόρο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | χοηφόροι | τα | χοηφόρα | ||
| γενική | των | χοηφόρων | των | χοηφόρων | ||
| αιτιατική | τους/τις | χοηφόρους | τα | χοηφόρα | ||
| κλητική | χοηφόροι | χοηφόρα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χοηφόρος < αρχαία ελληνική χοηφόρος, χοή + -φόρος
Επίθετο
χοηφόρος, -ος, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.