τήξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τήξη οι τήξεις
      γενική της τήξης* των τήξεων
    αιτιατική την τήξη τις τήξεις
     κλητική τήξη τήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τήξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τήξη < τῆξις < τήκω

Ουσιαστικό

τήξη θηλυκό

ο μύδρος είναι πέτρωμα σε τήξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.