χωνευτήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωνευτήρι τα χωνευτήρια
      γενική του χωνευτηριού των χωνευτηριών
    αιτιατική το χωνευτήρι τα χωνευτήρια
     κλητική χωνευτήρι χωνευτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωνευτήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χωνευτήρι ουδέτερο

  1. ειδικό δοχείο που μοιάζει με χωνί, κλειστό στο κάτω μέρος, το οποίο χρησιμοποιείται για λιώσιμο, βρασμό ή ζέσταμα διάφορων υλικών
  2. νιπτήρας ή φρεάτιο, συνήθως γεμισμένο με χώμα, στο ιερό ή στον περίβολο εκκλησίας, στο οποίο χύνουν τα νερά από την κολυμπήθρα
  3. μέρος που καίνε τα κόκαλα μετά την εκταφή, εφόσον δεν φυλαχτούν σε οστεοφυλάκιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.