χωνευτήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χωνευτήρι | τα | χωνευτήρια |
| γενική | του | χωνευτηριού | των | χωνευτηριών |
| αιτιατική | το | χωνευτήρι | τα | χωνευτήρια |
| κλητική | χωνευτήρι | χωνευτήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωνευτήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χωνευτήρι ουδέτερο
- ειδικό δοχείο που μοιάζει με χωνί, κλειστό στο κάτω μέρος, το οποίο χρησιμοποιείται για λιώσιμο, βρασμό ή ζέσταμα διάφορων υλικών
- νιπτήρας ή φρεάτιο, συνήθως γεμισμένο με χώμα, στο ιερό ή στον περίβολο εκκλησίας, στο οποίο χύνουν τα νερά από την κολυμπήθρα
- μέρος που καίνε τα κόκαλα μετά την εκταφή, εφόσον δεν φυλαχτούν σε οστεοφυλάκιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.