Χούνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χούνη οι Χούνες
      γενική της Χούνης των Χουνών
    αιτιατική τη Χούνη τις Χούνες
     κλητική Χούνη Χούνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χούνη < χούνη < χοάνη

Ουσιαστικό

Χούνη θηλυκό

Συγγενικά

  • Παλαιοχούνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.