χόανος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ουσιαστικό
χόανος
αρσενικό
( και
χῶνος
)
άλλη λέξη για τη
χοάνη
ή
χώνη
, ίσως αποκλειστικά για τα χωνευτήρια μετάλλου
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.