ευφωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφωνικός η ευφωνική το ευφωνικό
      γενική του ευφωνικού της ευφωνικής του ευφωνικού
    αιτιατική τον ευφωνικό την ευφωνική το ευφωνικό
     κλητική ευφωνικέ ευφωνική ευφωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφωνικοί οι ευφωνικές τα ευφωνικά
      γενική των ευφωνικών των ευφωνικών των ευφωνικών
    αιτιατική τους ευφωνικούς τις ευφωνικές τα ευφωνικά
     κλητική ευφωνικοί ευφωνικές ευφωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευφωνικός < ευφων(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευφωνικός

Επίθετο

ευφωνικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Παράρτημα:Γραμματική (αρχαία ελληνικά)#Ανάπτυξη συμφώνων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.