αηδόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αηδόνι | τα | αηδόνια |
| γενική | του | αηδονιού | των | αηδονιών |
| αιτιατική | το | αηδόνι | τα | αηδόνια |
| κλητική | αηδόνι | αηδόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
αηδόνι
Κελάηδημα αηδονιού, αηδόνισμα.
ⓘ
ⓘ
Ετυμολογία
- αηδόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀηδόνι(ν) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀηδόνιον υποκοριστικό < αρχαία ελληνική ἀηδών (θηλυκό)[1] < ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ai̯ˈðo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αη‐δό‐νι
Ουσιαστικό
αηδόνι ουδέτερο
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- μας ήρθε ο κούκος αηδόνι: πληρώσαμε πολύ ακριβά κάτι που θα μπορούσαμε να το είχαμε αγοράσει φτηνότερα
Συγγενικά
- αηδόνα
- αηδονάκι
- αηδονάτος
- αηδονίσιος/αηδονήσιος
- αηδονίζω
- αηδόνισμα
- αηδονισμός
- αηδονόγλωσσα
- αηδονοκελαδάω, αηδονοκελαδώ
- αηδονολάλημα
- αηδονολάλητος
- αηδονολαλήτρα
- αηδονολαλιά
- αηδονολαλίστρα
- αηδονόλαλος
- αηδονολαλούσα
- αηδονολαλώ
- αηδονόπιτα
- αηδονοπούλι
- αηδονόπουλο
- αηδονόστομος
- αηδονοφθόνητος
- αηδονοφωλιά
- αηδονόφωνος
- αηδονοχαραμέρι
- αηδονοψάλλω
- αηδονώ
- γλυκαηδόνι
- καρακαηδόνα
- κουφαηδόνι
- κουφάηδονο
- μπουφαηδόνι
- πρωταηδόνι
- ψευταηδόνι

-
αηδόνι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αηδόνι
|
Αναφορές
- αηδόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.