hiatus

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hiatus hiatuses

Ουσιαστικό

hiatus (en)

  1. το χάσμα
  2. η διακοπή, το διάλειμμα, η παύση, αδράνεια για κάποιο χρονικό διάστημα
    Parliament is on hiatus.
    Η Βουλή έχει διακοπές.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη recess
  3. (γραμματική) χασμωδία
  4. ιστολογική ασυνέχεια



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ja.tys/

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
hiatus hiatus

hiatus (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.