hiatus
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
hiatus
hiatuses
Ουσιαστικό
hiatus
(en)
το
χάσμα
η
διακοπή
, το
διάλειμμα
, η
παύση
, αδράνεια για κάποιο χρονικό διάστημα
↪
Parliament is on
hiatus
.
Η Βουλή έχει
διακοπές
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
recess
(
γραμματική
)
χασμωδία
ιστολογική ασυνέχεια
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ja.tys
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
hiatus
hiatus
hiatus
(fr)
αρσενικό
(
γραμματική
)
η
χασμωδία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.