κακόηχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόηχος | η | κακόηχη | το | κακόηχο |
| γενική | του | κακόηχου | της | κακόηχης | του | κακόηχου |
| αιτιατική | τον | κακόηχο | την | κακόηχη | το | κακόηχο |
| κλητική | κακόηχε | κακόηχη | κακόηχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόηχοι | οι | κακόηχες | τα | κακόηχα |
| γενική | των | κακόηχων | των | κακόηχων | των | κακόηχων |
| αιτιατική | τους | κακόηχους | τις | κακόηχες | τα | κακόηχα |
| κλητική | κακόηχοι | κακόηχες | κακόηχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόηχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόηχος < αρχαία ελληνική κακός κακό- + -ηχος (ἦχος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈko.i.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐η‐χος
Επίθετο
κακόηχος, -η, -ο
- (για ήχο) που δεν ακούγεται ευχάριστα (παράφωνος, με παράσιτα, συριγμούς κ.λπ.)
- (για λέξεις) με δυσάρεστο άκουσμα του συνδυασμού των φθόγγων, ή λέξη που δεν ανήκει στο αποδεκτό λεξιλόγιο κάποιου
- ※ Βούθουλας. Κακόηχη της φαινότανε η λέξη. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: κακόφωνος
- (για λέξεις, φράσεις) που ηχητικά παραπέμπει σε βρισιά (π.χ. πού στην ευχή;)
- (θεωρία της μουσικής) μη αποδεκτά διαστήματα (σε μελωδία ή σε συγχορδία) σύμφωνα με τη μουσική αισθητική μιας εποχής και τους κανόνες της, θεωρώντας τα άσχημα
- ↪ Στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, τα διαστήματα τρίτης θεωρούνταν κακόηχα και χαρακτηρίζοναντ ως διάφωνα, ενώ οι πέμπτες και οι οκτάβες, καλόηχες και τα μόνα σύμφωνα διαστήματα. Αντίθετα, στη νεότερη δυτική μουσική οι παράλληλες πέμπτες απαγορεύονταν ως κακόηχες και τα διαστήματα τρίτης θεωρούνται καλόηχα και σύμφωνα.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Παράγωγα
- κακόηχα (επίρρημα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κακόηχος | τὸ | κακόηχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κακοήχου | τοῦ | κακοήχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κακοήχῳ | τῷ | κακοήχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κακόηχον | τὸ | κακόηχον | ||
| κλητική ὦ! | κακόηχε | κακόηχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κακόηχοι | τὰ | κακόηχᾰ | ||
| γενική | τῶν | κακοήχων | τῶν | κακοήχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κακοήχοις | τοῖς | κακοήχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κακοήχους | τὰ | κακόηχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κακόηχοι | κακόηχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοήχω | τὼ | κακοήχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακοήχοιν | τοῖν | κακοήχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόηχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κακός κακό- + -ηχος (ἦχος)
Επίθετο
κακόηχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) στο Λεξικό ⌘ Σούδα @scaife.perseus, όπως κακόηχος
- άλλες μορφές: κακοηχής
- ≠ αντώνυμα: εὔηχος, εὐηχής
Πηγές
- κακόηχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.