συναίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναίρεση οι συναιρέσεις
      γενική της συναίρεσης* των συναιρέσεων
    αιτιατική τη συναίρεση τις συναιρέσεις
     κλητική συναίρεση συναιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναίρεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναίρε(σις) + -ση < αρχαία ελληνική συναιρέω, συναιρῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈne.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναίρεση
παλιότερος συλλαβισμός: συναίρεση

Ουσιαστικό

συναίρεση θηλυκό

Συγγενικά

  • Παράρτημα:Γραμματική (αρχαία ελληνικά): Συναίρεση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.