χαρισάμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρισάμενος η χαρισάμενη το χαρισάμενο
      γενική του χαρισάμενου της χαρισάμενης του χαρισάμενου
    αιτιατική τον χαρισάμενο τη χαρισάμενη το χαρισάμενο
     κλητική χαρισάμενε χαρισάμενη χαρισάμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρισάμενοι οι χαρισάμενες τα χαρισάμενα
      γενική των χαρισάμενων των χαρισάμενων των χαρισάμενων
    αιτιατική τους χαρισάμενους τις χαρισάμενες τα χαρισάμενα
     κλητική χαρισάμενοι χαρισάμενες χαρισάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρισάμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρισάμενος < αρχαία ελληνική, μετοχή μέσου αορίστου του ρήματος χαρίζομαι (χάρισα ως δώρο). Η αλλαγή σε σημασία «ευτυχής», από παρανόηση του χαρισάμενος στον ύμνο «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.» (χαρίζοντας / δίνοντας ζωή)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.ɾiˈsa.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρισάμενος

Μετοχή

χαρισάμενος, -η, -ο (λόγια μετοχή μέσου αορίστου ως επίθετο)

  • γεμάτος χαρά, ευτυχής (κυρίως στη στερεότυπη φράση «ζωή χαρισάμενη»)
    Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!» «Το λες γιατί δεν έχεις» τού 'πε πονηρά ο μπάρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λες; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε αγάπη, μωρέ!» Κ' έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του.
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα, κεφάλαιο Γ'

Εκφράσεις

  • ζωή χαρισάμενη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαρισάμενος χαρισαμένη τὸ χαρισάμενον
      γενική τοῦ χαρισαμένου τῆς χαρισαμένης τοῦ χαρισαμένου
      δοτική τῷ χαρισαμέν τῇ χαρισαμέν τῷ χαρισαμέν
    αιτιατική τὸν χαρισάμενον τὴν χαρισαμένην τὸ χαρισάμενον
     κλητική ! χαρισάμενε χαρισαμένη χαρισάμενον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χαρισάμενοι αἱ χαρισάμεναι τὰ χαρισάμεν
      γενική τῶν χαρισαμένων τῶν χαρισαμένων τῶν χαρισαμένων
      δοτική τοῖς χαρισαμένοις ταῖς χαρισαμέναις τοῖς χαρισαμένοις
    αιτιατική τοὺς χαρισαμένους τὰς χαρισαμένᾱς τὰ χαρισάμεν
     κλητική ! χαρισάμενοι χαρισάμεναι χαρισάμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαρισαμένω τὼ χαρισαμέν τὼ χαρισαμένω
      γεν-δοτ τοῖν χαρισαμένοιν τοῖν χαρισαμέναιν τοῖν χαρισαμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσάμενος' όπως «λυσάμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

χαρισάμενος, -η, -ον

  • μετοχή μέσου αορίστου (ἐχαρισάμην) του ρήματος χαρίζω: χάρισα ως δώρο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 185a με σχόλια, επιμελητής: Immanuel Bekker
    εἰ γάρ τις ἐραστῇ ὡς πλουσίῳ πλούτου ἕνεκα χαρισάμενος ἐξαπατηθείη καὶ μὴ λάβοι χρήματα, ἀναφανέντος τοῦ ἐραστοῦ πένητος, οὐδὲν ἧττον αἰσχρόν·
    • Αν δηλαδή κανείς χαρισθή εις τον εραστήν του με την ιδέαν πως είναι πλούσιος χάριν του πλούτου, και ύστερα εξαπατηθή και δεν λάβη χρήματα, επειδή απεκαλύφθη πτωχός ο εραστής, το πράγμα δεν είναι ολιγώτερον επονείδιστον2 (2 το χαρίζεσθαι)
      Μετάφραση: Ιωάννης Συκουτρής. Πλάτωνος Συμπόσιον, Αθήνα: Ιωάννης Δ. Κολάρος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», έκδ.24η, σελ.58. έκδ.1η:1934. [μεταγράφουμε σε μονοτονικό μετάφραση & υποσημείωση]
    • Λόγου χάρη αν ένας παραδοθή σ' εραστή για χρήματα πιστεύοντάς τον για πολύ πλούσιο, και γελασθή και δεν πάρη χρήματα, γιατί ο εραστής αποδείχθηκε φτωχός, δεν είναι λιγώτερο αισχρόν από ό,τι αν έπαιρνε
      Μετάφραση: Βασίλειος Δεδούσης@lib.auth. Πλάτων. συμπόσιο-κριτίας. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, χ.χ. [1939], σελ.119. [μεταγράφουμε σε μονοτονικό]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.