δίνοντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
δίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δίνω
- ↪ Εκλεισαν την συμφωνία δίνοντας τα χέρια.
- ↪ Τον έβριζε δίνοντάς του και σπρωξιές -επενέβη τελικά η αστυνομία, δίνοντας τέλος στον καβγά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.