στερεότυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεότυπος η στερεότυπη το στερεότυπο
      γενική του στερεότυπου της στερεότυπης του στερεότυπου
    αιτιατική τον στερεότυπο τη στερεότυπη το στερεότυπο
     κλητική στερεότυπε στερεότυπη στερεότυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεότυποι οι στερεότυπες τα στερεότυπα
      γενική των στερεότυπων των στερεότυπων των στερεότυπων
    αιτιατική τους στερεότυπους τις στερεότυπες τα στερεότυπα
     κλητική στερεότυποι στερεότυπες στερεότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.pos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.pi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.po/ ουδέτερο

Επίθετο

στερεότυπος, -η, -ο

  1. που τυπώθηκε με τη μέθοδο της στερεοτυπίας
      Πήρε την παλιά μεγάλη στερεότυπη έκδοση που είχε και την άνοιξε στο "Συμπόσιο". (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])
  2. (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται χωρίς αλλαγές, που δεν έχει ποικιλία
  3. (φιλολογία) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια και περικοπές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.