στερεότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στερεότυπος | η | στερεότυπη | το | στερεότυπο |
| γενική | του | στερεότυπου | της | στερεότυπης | του | στερεότυπου |
| αιτιατική | τον | στερεότυπο | τη | στερεότυπη | το | στερεότυπο |
| κλητική | στερεότυπε | στερεότυπη | στερεότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στερεότυποι | οι | στερεότυπες | τα | στερεότυπα |
| γενική | των | στερεότυπων | των | στερεότυπων | των | στερεότυπων |
| αιτιατική | τους | στερεότυπους | τις | στερεότυπες | τα | στερεότυπα |
| κλητική | στερεότυποι | στερεότυπες | στερεότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
Επίθετο
στερεότυπος, -η, -ο
- που τυπώθηκε με τη μέθοδο της στερεοτυπίας
- ※ Πήρε την παλιά μεγάλη στερεότυπη έκδοση που είχε και την άνοιξε στο "Συμπόσιο". (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται χωρίς αλλαγές, που δεν έχει ποικιλία
- (φιλολογία) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια και περικοπές
Μεταφράσεις
στερεότυπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.