χαράζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαράζω

Ρήμα

χαράζομαι

  • αφήνω πάνω μου σημάδια χρησιμοποιώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.