επιγράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιγράφω < αρχαία ελληνική ἐπιγράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιγράφω | επέγραφα | θα επιγράφω | να επιγράφω | επιγράφοντας | |
| β' ενικ. | επιγράφεις | επέγραφες | θα επιγράφεις | να επιγράφεις | επίγραφε | |
| γ' ενικ. | επιγράφει | επέγραφε | θα επιγράφει | να επιγράφει | ||
| α' πληθ. | επιγράφουμε | επιγράφαμε | θα επιγράφουμε | να επιγράφουμε | ||
| β' πληθ. | επιγράφετε | επιγράφατε | θα επιγράφετε | να επιγράφετε | επιγράφετε | |
| γ' πληθ. | επιγράφουν(ε) | επέγραφαν επιγράφαν(ε) |
θα επιγράφουν(ε) | να επιγράφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επέγραψα | θα επιγράψω | να επιγράψω | επιγράψει | ||
| β' ενικ. | επέγραψες | θα επιγράψεις | να επιγράψεις | επίγραψε | ||
| γ' ενικ. | επέγραψε | θα επιγράψει | να επιγράψει | |||
| α' πληθ. | επιγράψαμε | θα επιγράψουμε | να επιγράψουμε | |||
| β' πληθ. | επιγράψατε | θα επιγράψετε | να επιγράψετε | επιγράψτε | ||
| γ' πληθ. | επέγραψαν επιγράψαν(ε) |
θα επιγράψουν(ε) | να επιγράψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιγράψει | είχα επιγράψει | θα έχω επιγράψει | να έχω επιγράψει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιγράψει | είχες επιγράψει | θα έχεις επιγράψει | να έχεις επιγράψει | έχε επιγραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει επιγράψει | είχε επιγράψει | θα έχει επιγράψει | να έχει επιγράψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιγράψει | είχαμε επιγράψει | θα έχουμε επιγράψει | να έχουμε επιγράψει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιγράψει | είχατε επιγράψει | θα έχετε επιγράψει | να έχετε επιγράψει | έχετε επιγραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν επιγράψει | είχαν επιγράψει | θα έχουν επιγράψει | να έχουν επιγράψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επιγραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επιγραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επιγραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επιγραμμένο | |||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.