παραχαράσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραχαράσσω < αρχαία ελληνική παρα- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.xaˈɾa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χα‐ράσ‐σω
Ρήμα
παραχαράσσω, αόρ.: παραχάραξα, παθ.φωνή: παραχαράσσομαι, π.αόρ.: παραχαράχθηκα, μτχ.π.π.: παραχαραγμένος
- άλλη μορφή του παραχαράζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παραχαράζω
Κλίση
Κοινοί τύποι με το παραχαράζω: με θέμα παραχαρακ-, παραχαραξ-, παραχαραγ-
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραχαράσσω | παραχάρασσα | θα παραχαράσσω | να παραχαράσσω | παραχαράσσοντας | |
| β' ενικ. | παραχαράσσεις | παραχάρασσες | θα παραχαράσσεις | να παραχαράσσεις | παραχάρασσε | |
| γ' ενικ. | παραχαράσσει | παραχάρασσε | θα παραχαράσσει | να παραχαράσσει | ||
| α' πληθ. | παραχαράσσουμε | παραχαράσσαμε | θα παραχαράσσουμε | να παραχαράσσουμε | ||
| β' πληθ. | παραχαράσσετε | παραχαράσσατε | θα παραχαράσσετε | να παραχαράσσετε | παραχαράσσετε | |
| γ' πληθ. | παραχαράσσουν(ε) | παραχάρασσαν παραχαράσσαν(ε) |
θα παραχαράσσουν(ε) | να παραχαράσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραχάραξα | θα παραχαράξω | να παραχαράξω | παραχαράξει | ||
| β' ενικ. | παραχάραξες | θα παραχαράξεις | να παραχαράξεις | παραχάραξε | ||
| γ' ενικ. | παραχάραξε | θα παραχαράξει | να παραχαράξει | |||
| α' πληθ. | παραχαράξαμε | θα παραχαράξουμε | να παραχαράξουμε | |||
| β' πληθ. | παραχαράξατε | θα παραχαράξετε | να παραχαράξετε | παραχαράξτε | ||
| γ' πληθ. | παραχάραξαν παραχαράξαν(ε) |
θα παραχαράξουν(ε) | να παραχαράξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραχαράξει | είχα παραχαράξει | θα έχω παραχαράξει | να έχω παραχαράξει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραχαράξει | είχες παραχαράξει | θα έχεις παραχαράξει | να έχεις παραχαράξει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραχαράξει | είχε παραχαράξει | θα έχει παραχαράξει | να έχει παραχαράξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραχαράξει | είχαμε παραχαράξει | θα έχουμε παραχαράξει | να έχουμε παραχαράξει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραχαράξει | είχατε παραχαράξει | θα έχετε παραχαράξει | να έχετε παραχαράξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραχαράξει | είχαν παραχαράξει | θα έχουν παραχαράξει | να έχουν παραχαράξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραχαράσσομαι | παραχαρασσόμουν(α) | θα παραχαράσσομαι | να παραχαράσσομαι | ||
| β' ενικ. | παραχαράσσεσαι | παραχαρασσόσουν(α) | θα παραχαράσσεσαι | να παραχαράσσεσαι | ||
| γ' ενικ. | παραχαράσσεται | παραχαρασσόταν(ε) | θα παραχαράσσεται | να παραχαράσσεται | ||
| α' πληθ. | παραχαρασσόμαστε | παραχαρασσόμαστε παραχαρασσόμασταν |
θα παραχαρασσόμαστε | να παραχαρασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | παραχαράσσεστε | παραχαρασσόσαστε παραχαρασσόσασταν |
θα παραχαράσσεστε | να παραχαράσσεστε | (παραχαράσσεστε) | |
| γ' πληθ. | παραχαράσσονται | παραχαράσσονταν παραχαρασσόντουσαν |
θα παραχαράσσονται | να παραχαράσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραχαράχτηκα | θα παραχαραχτώ | να παραχαραχτώ | παραχαραχτεί | ||
| β' ενικ. | παραχαράχτηκες | θα παραχαραχτείς | να παραχαραχτείς | παραχαράξου | ||
| γ' ενικ. | παραχαράχτηκε | θα παραχαραχτεί | να παραχαραχτεί | |||
| α' πληθ. | παραχαραχτήκαμε | θα παραχαραχτούμε | να παραχαραχτούμε | |||
| β' πληθ. | παραχαραχτήκατε | θα παραχαραχτείτε | να παραχαραχτείτε | παραχαραχτείτε | ||
| γ' πληθ. | παραχαράχτηκαν παραχαραχτήκαν(ε) |
θα παραχαραχτούν(ε) | να παραχαραχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παραχαραχτεί | είχα παραχαραχτεί | θα έχω παραχαραχτεί | να έχω παραχαραχτεί | παραχαραγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παραχαραχτεί | είχες παραχαραχτεί | θα έχεις παραχαραχτεί | να έχεις παραχαραχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παραχαραχτεί | είχε παραχαραχτεί | θα έχει παραχαραχτεί | να έχει παραχαραχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραχαραχτεί | είχαμε παραχαραχτεί | θα έχουμε παραχαραχτεί | να έχουμε παραχαραχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παραχαραχτεί | είχατε παραχαραχτεί | θα έχετε παραχαραχτεί | να έχετε παραχαραχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραχαραχτεί | είχαν παραχαραχτεί | θα έχουν παραχαραχτεί | να έχουν παραχαραχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παραχαραγμένος - είμαστε, είστε, είναι παραχαραγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παραχαραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παραχαραγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παραχαραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παραχαραγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παραχαραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παραχαραγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
παραχαράσσω
|
Πηγές
- παραχαράσσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- παραχαράσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρα- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-
Πηγές
- παραχαράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραχαράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.