παραχαράσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.xaˈɾa.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χα‐ράσ‐σο‐μαι
Ρηματικός τύπος
παραχαράσσομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος παραχαράσσω
- άλλες μορφές: παραχαράζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.