περιχαράσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιχαράσσω < αρχαία ελληνική περι- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.xaˈɾa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐χα‐ράσ‐σω
Ρήμα
περιχαράσσω, αόρ.: περιχάραξα, παθ.φωνή: περιχαράσσομαι, π.αόρ.: περιχαράχθηκα, μτχ.π.π.: περιχαραγμένος
- (λόγιο) λογιότερη μορφή του περιχαράζω
Συγγενικά
- περιχαραγμένος
- περιχάραξη
- → δείτε τις λέξεις περί, χαράσσω και χάρακας
Κλίση
Κοινοί τύποι με το περιχαράζω: με θέματα περιχαρακ-, περιχαραξ-, περιχαραγ-
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιχαράσσω | περιχάρασσα | θα περιχαράσσω | να περιχαράσσω | περιχαράσσοντας | |
| β' ενικ. | περιχαράσσεις | περιχάρασσες | θα περιχαράσσεις | να περιχαράσσεις | περιχάρασσε | |
| γ' ενικ. | περιχαράσσει | περιχάρασσε | θα περιχαράσσει | να περιχαράσσει | ||
| α' πληθ. | περιχαράσσουμε | περιχαράσσαμε | θα περιχαράσσουμε | να περιχαράσσουμε | ||
| β' πληθ. | περιχαράσσετε | περιχαράσσατε | θα περιχαράσσετε | να περιχαράσσετε | περιχαράσσετε | |
| γ' πληθ. | περιχαράσσουν(ε) | περιχάρασσαν περιχαράσσαν(ε) |
θα περιχαράσσουν(ε) | να περιχαράσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιχάραξα | θα περιχαράξω | να περιχαράξω | περιχαράξει | ||
| β' ενικ. | περιχάραξες | θα περιχαράξεις | να περιχαράξεις | περιχάραξε | ||
| γ' ενικ. | περιχάραξε | θα περιχαράξει | να περιχαράξει | |||
| α' πληθ. | περιχαράξαμε | θα περιχαράξουμε | να περιχαράξουμε | |||
| β' πληθ. | περιχαράξατε | θα περιχαράξετε | να περιχαράξετε | περιχαράξτε | ||
| γ' πληθ. | περιχάραξαν περιχαράξαν(ε) |
θα περιχαράξουν(ε) | να περιχαράξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιχαράξει | είχα περιχαράξει | θα έχω περιχαράξει | να έχω περιχαράξει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιχαράξει | είχες περιχαράξει | θα έχεις περιχαράξει | να έχεις περιχαράξει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιχαράξει | είχε περιχαράξει | θα έχει περιχαράξει | να έχει περιχαράξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιχαράξει | είχαμε περιχαράξει | θα έχουμε περιχαράξει | να έχουμε περιχαράξει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιχαράξει | είχατε περιχαράξει | θα έχετε περιχαράξει | να έχετε περιχαράξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιχαράξει | είχαν περιχαράξει | θα έχουν περιχαράξει | να έχουν περιχαράξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιχαράσσομαι | περιχαρασσόμουν(α) | θα περιχαράσσομαι | να περιχαράσσομαι | ||
| β' ενικ. | περιχαράσσεσαι | περιχαρασσόσουν(α) | θα περιχαράσσεσαι | να περιχαράσσεσαι | ||
| γ' ενικ. | περιχαράσσεται | περιχαρασσόταν(ε) | θα περιχαράσσεται | να περιχαράσσεται | ||
| α' πληθ. | περιχαρασσόμαστε | περιχαρασσόμαστε περιχαρασσόμασταν |
θα περιχαρασσόμαστε | να περιχαρασσόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιχαράσσεστε | περιχαρασσόσαστε περιχαρασσόσασταν |
θα περιχαράσσεστε | να περιχαράσσεστε | (περιχαράσσεστε) | |
| γ' πληθ. | περιχαράσσονται | περιχαράσσονταν περιχαρασσόντουσαν |
θα περιχαράσσονται | να περιχαράσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιχαράχτηκα | θα περιχαραχτώ | να περιχαραχτώ | περιχαραχτεί | ||
| β' ενικ. | περιχαράχτηκες | θα περιχαραχτείς | να περιχαραχτείς | περιχαράξου | ||
| γ' ενικ. | περιχαράχτηκε | θα περιχαραχτεί | να περιχαραχτεί | |||
| α' πληθ. | περιχαραχτήκαμε | θα περιχαραχτούμε | να περιχαραχτούμε | |||
| β' πληθ. | περιχαραχτήκατε | θα περιχαραχτείτε | να περιχαραχτείτε | περιχαραχτείτε | ||
| γ' πληθ. | περιχαράχτηκαν περιχαραχτήκαν(ε) |
θα περιχαραχτούν(ε) | να περιχαραχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιχαραχτεί | είχα περιχαραχτεί | θα έχω περιχαραχτεί | να έχω περιχαραχτεί | περιχαραγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις περιχαραχτεί | είχες περιχαραχτεί | θα έχεις περιχαραχτεί | να έχεις περιχαραχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιχαραχτεί | είχε περιχαραχτεί | θα έχει περιχαραχτεί | να έχει περιχαραχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιχαραχτεί | είχαμε περιχαραχτεί | θα έχουμε περιχαραχτεί | να έχουμε περιχαραχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιχαραχτεί | είχατε περιχαραχτεί | θα έχετε περιχαραχτεί | να έχετε περιχαραχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιχαραχτεί | είχαν περιχαραχτεί | θα έχουν περιχαραχτεί | να έχουν περιχαραχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περιχαραγμένος - είμαστε, είστε, είναι περιχαραγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περιχαραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περιχαραγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περιχαραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περιχαραγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περιχαραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περιχαραγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
περιχαράσσω
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- περιχαράσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περι- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-
Παράγωγα
μετοχές
- περικεχαραγμένος
Πηγές
- περιχαράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.