ξύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξύνω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξύνω < αρχαία ελληνική ξύω [1]
Άγαλμα σκύλου που ξύνει τον λαιμό του.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξύνω
τονικό παρώνυμο: ξινό

Ρήμα

ξύνω, αόρ.: έξυσα, παθ.φωνή: ξύνομαι, π.αόρ.: ξύστηκα/ξύθηκα, μτχ.π.π.: ξυσμένος/ξυμένος

  1. τρίβω με τα νύχια το δέρμα μου, επειδή αισθάνομαι φαγούρα
  2. τρίβω επιφάνεια με κάποιο ειδικό μέσο (π.χ. ξύστρα, ξυστήρι, ξυστρί κ.λπ.)

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • ξύνω πληγέςξύνω παλιές πληγές): λέω πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν στεναχώριες ή πράγματα τα οποία ξαναθυμίζουν θλιβερές καταστάσεις οι οποίες τείνουν να ξεχαστούν (ξεπεραστούν)
  • ξύνω τα νύχια μου:
    1. (συνήθως συνοδευόμενο από το: "για καβγά") προετοιμάζομαι για καβγά ή ψάχνω κάποιο λόγο για να καβγαδίσω
    2. δεν κάνω τίποτε, κάθομαι

Παροιμίες

  • αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μην περιμένεις να σε ξύσουν άλλοι: μην ελπίζεις στη βοήθεια των άλλων αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι μόνος σου

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις


Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.