φωτοχαρακτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτοχαρακτική | οι | φωτοχαρακτικές |
| γενική | της | φωτοχαρακτικής | των | φωτοχαρακτικών |
| αιτιατική | τη | φωτοχαρακτική | τις | φωτοχαρακτικές |
| κλητική | φωτοχαρακτική | φωτοχαρακτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτοχαρακτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φωτοχαρακτική θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φωτοχαρακτική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.