χαρακτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρακτικό τα χαρακτικά
      γενική του χαρακτικού των χαρακτικών
    αιτιατική το χαρακτικό τα χαρακτικά
     κλητική χαρακτικό χαρακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του χαρακτικός < χαράσσω

Ουσιαστικό

ένα χαρακτικό του Conrad Meyer, 1675

χαρακτικό ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαρακτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.