φύσιγγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φύσιγγα | οι | φύσιγγες |
| γενική | της | φύσιγγας | των | φυσίγγων |
| αιτιατική | τη | φύσιγγα | τις | φύσιγγες |
| κλητική | φύσιγγα | φύσιγγες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φύσιγγα, αμπούλα

Φύσιγγες μελάνης.
Φύσιγγα σιλικόνης.
Ετυμολογία
- φύσιγγα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φῦσιγξ, από την αιτιατική «τὴν φύσιγγα» < αρχαία ελληνική φῦσα + (παραγωγικό επίθημα) -ιγξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.siŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐σιγ‐γα
Ουσιαστικό
φύσιγγα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φυσίγγιο
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.