φῦσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φῦσᾰ | αἱ | φῦσαι |
| γενική | τῆς | φύσης | τῶν | φυσῶν |
| δοτική | τῇ | φύσῃ | ταῖς | φύσαις |
| αιτιατική | τὴν | φῦσᾰν | τὰς | φύσᾱς |
| κλητική ὦ! | φῦσᾰ | φῦσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φύσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φύσαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φῦσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φῦσα θηλυκό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
φυσ- φυσητ-
φυσ- φυσητ-
- ἀφύσητος
- ἀναφύσημα
- ἀναφύσησις
- ἀναφυσητός
- ἀποφύσησις
- ἀποφυσητέον
- διαφύσησις
- ἐκφύσημα
- ἐκφύσησις
- ἐμφύσημα
- ἐμφυσηματώδης
- ἐμφυσητέον
- ἐμφυσητής
- ἐμφυσητικός
- εὐφύσητος
- λοπαδοφυσητής
- περιφύσητος
- φυσαλέος
- φυσαλλίς
- φύσαλος
- φυσάριον
- φυσασμός
- φυσάω & σύνθετα
- φυσέω
- φύσημα
- φυσημάτιον
- φύσησις
- φυσητέον
- φυσητέος
- φυσητήρ
- φυσητής
- φυσητικός
- φυσητός
- φυσήτωρ
- φυσήφρων
Πηγές
- φῦσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φῦσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.