-ιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | -ιγξ | -ιγγες | ||
| γενική | -ιγγος | -ίγγων | ||
| δοτική | -ιγγῐ | -ιγξῐ(ν) | ||
| αιτιατική | -ιγγᾰ | -ιγγᾰς | ||
| κλητική ὦ! | -ιγξ | -ιγγες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | -ιγγε | |||
| γεν-δοτ | -ίγγοιν | |||
| Κατάληξη αρσενικών ή θηλυκών ουσιαστικών. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ιγξ < επίθημα -ιγγ- + -ς
Επίθημα
-ιγξ
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιγξ στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ιγξ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- s.v. «στρόφιγγα», «φόρμιγξ», «φύσιγγα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.