αμπούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπούλα οι αμπούλες
      γενική της αμπούλας των (αμπουλών)
    αιτιατική την αμπούλα τις αμπούλες
     κλητική αμπούλα αμπούλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμπούλα αδρεναλίνης

Ετυμολογία

αμπούλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική ampoule < λατινική ampulla < ampora / amphora < αρχαία ελληνική ἀμφορεύς < ἀμφί + φέρω (αντιδάνειο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /amˈbu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμπούλα

Ουσιαστικό

αμπούλα θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) γυάλινη μικρή φιάλη, που περιέχει (αποστειρωμένο) φάρμακο κατάλληλο για ενέσιμη χορήγηση
  2. (κατ’ επέκταση) φιαλίδιο με κάποιο υγρό

  • {άμπουλα (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.