αμπούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμπούλα | οι | αμπούλες |
| γενική | της | αμπούλας | των | (αμπουλών) |
| αιτιατική | την | αμπούλα | τις | αμπούλες |
| κλητική | αμπούλα | αμπούλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αμπούλα αδρεναλίνης
Ετυμολογία
- αμπούλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική ampoule < λατινική ampulla < ampora / amphora < αρχαία ελληνική ἀμφορεύς < ἀμφί + φέρω (αντιδάνειο)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /amˈbu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπού‐λα
Ουσιαστικό
αμπούλα θηλυκό
- (φαρμακευτική) γυάλινη μικρή φιάλη, που περιέχει (αποστειρωμένο) φάρμακο κατάλληλο για ενέσιμη χορήγηση
- (κατ’ επέκταση) φιαλίδιο με κάποιο υγρό
- {άμπουλα (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αμπούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.