εκχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκχύνω < ελληνιστική κοινή ἐγχύνω < αρχαία ελληνική ἐγχέω < ἐν + χέω

Ρήμα

εκχύνω

  1. χύνω (προς τα έξω)
     συνώνυμα: εγχέω
  2. παθητική φωνή: εκχύνομαι: εκβάλλω
     συνώνυμα: εκρέω

  • εγχύνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.