σιλικόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιλικόνη οι σιλικόνες
      γενική της σιλικόνης των σιλικονών
    αιτιατική τη σιλικόνη τις σιλικόνες
     κλητική σιλικόνη σιλικόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιλικόνη < γαλλική silicone + < αγγλική silicon < silicium < λατινική silex

Ουσιαστικό

σιλικόνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.