εκτυπωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτυπωτής οι εκτυπωτές
      γενική του εκτυπωτή των εκτυπωτών
    αιτιατική τον εκτυπωτή τους εκτυπωτές
     κλητική εκτυπωτή εκτυπωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτυπωτής < λείπει η ετυμολογία [1]

Ουσιαστικό

εκτυπωτής αρσενικό

  1. (τεχνολογία) η συσκευή που τυπώνει κείμενο ή εικόνες πάνω σε χαρτί, χαρτόνι ή διαφάνειες
  2. (τυπογραφία, επάγγελμα) ο ειδικευμένος τεχνίτης που είναι υπεύθυνος για την τυπωτική μηχανή
     συνώνυμα: τυπωτής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.