φώνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φώνημα | τα | φωνήματα |
| γενική | του | φωνήματος | των | φωνημάτων |
| αιτιατική | το | φώνημα | τα | φωνήματα |
| κλητική | φώνημα | φωνήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φώνημα < (άμεσο δάνειο) γαλλική phonème < λατινική phonema < αρχαία ελληνική φώνημα (ήχος φωνής, φωνή, αυτό που ειπώθηκε, που ακούστηκε) (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
φώνημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) στοιχειώδης οντότητα του προφορικού λόγου που παρέχει διακριτική / διαφοροποιητική λειτουργία στο φωνητικό επίπεδο και στο γλωσσικό νόημα
- το φώνημα /k/ της νεοελληνικής στις λέξεις "κότα" και "κοίτα" παίρνει την μορφή δύο διαφορετικών φθόγγων, [k] και [c], αντίστοιχα
Συγγενικά
- φωνηματική
- φωνηματικός
- φωνημικός
- → δείτε τη λέξη φωνή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.