φωνητική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνητική οι φωνητικές
      γενική της φωνητικής των φωνητικών
    αιτιατική τη φωνητική τις φωνητικές
     κλητική φωνητική φωνητικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phonétique, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου phonétique < ελληνιστική κοινή φωνητικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.ni.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωνητική
ομόηχο: φωνητικοί

Ουσιαστικό

φωνητική θηλυκό στον ενικό

  1. (γλωσσολογία) κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την περιγραφή των ήχων της ανθρώπινης ομιλίας· μελετά την παραγωγή και την αντίληψή τους, καθώς και τις ακουστικές ιδιότητές τους, σε αντίθεση με τη φωνολογία που μελετά τη λειτουργία τους μέσα σε συγκεκριμένη γλώσσα
  2. (μουσική) μάθημα τραγουδιού

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φωνή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωνητική

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.