φωνητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωνητική | οι | φωνητικές |
| γενική | της | φωνητικής | των | φωνητικών |
| αιτιατική | τη | φωνητική | τις | φωνητικές |
| κλητική | φωνητική | φωνητικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωνητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phonétique, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου phonétique < ελληνιστική κοινή φωνητικός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.ni.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐νη‐τι‐κή
- ομόηχο: φωνητικοί
Ουσιαστικό
φωνητική θηλυκό στον ενικό
- (γλωσσολογία) κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την περιγραφή των ήχων της ανθρώπινης ομιλίας· μελετά την παραγωγή και την αντίληψή τους, καθώς και τις ακουστικές ιδιότητές τους, σε αντίθεση με τη φωνολογία που μελετά τη λειτουργία τους μέσα σε συγκεκριμένη γλώσσα
- (μουσική) μάθημα τραγουδιού
- φωνητική - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωνητική - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
- ορθοφωνία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φωνητική
Αναφορές
- φωνητική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.