διαφοροποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαφοροποιώ < διάφορος + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική différencier)

Ρήμα

διαφοροποιώ (παθητική φωνή: διαφοροποιούμαι)

  1. κάνω κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο
  2. δηλώνω ότι έχω διαφορετική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα σε σύγκριση με ενός ή πολλών άλλων
    Παρακαλώ, εγώ θα ήθελα να διαφοροποιηθώ επ' αυτού
    Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης διαφοροποιήθηκαν σαφέστατα όσον αφορά στο επίμαχο άρθρο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.