φυσητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυσητός | η | φυσητή | το | φυσητό |
| γενική | του | φυσητού | της | φυσητής | του | φυσητού |
| αιτιατική | τον | φυσητό | τη | φυσητή | το | φυσητό |
| κλητική | φυσητέ | φυσητή | φυσητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυσητοί | οι | φυσητές | τα | φυσητά |
| γενική | των | φυσητών | των | φυσητών | των | φυσητών |
| αιτιατική | τους | φυσητούς | τις | φυσητές | τα | φυσητά |
| κλητική | φυσητοί | φυσητές | φυσητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.jpg.webp)
Παλιότερη μέθοδος για το φύσημα του γυαλιού με τα χείλη, η οποία πάντως εφαρμόζεται από τεχνίτες ακόμα και σήμερα/
Ετυμολογία
- φυσητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φυσητός[1]
Επίθετο
φυσητός, -ή, -ό
- που για να δημιουργηθεί ή να κατασκευαστεί απαιτείται φύσημα αέρα, π.χ. με ένα φυσερό ή με το στόμα
Πολυλεκτικοί όροι
- φυσητό γυαλί
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φυσητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | |||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| φῡσητο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | φυσητός | ἡ | φυσητή | τὸ | φυσητόν | |
| γενική | τοῦ | φυσητοῦ | τῆς | φυσητῆς | τοῦ | φυσητοῦ | |
| δοτική | τῷ | φυσητῷ | τῇ | φυσητῇ | τῷ | φυσητῷ | |
| αιτιατική | τὸν | φυσητόν | τὴν | φυσητήν | τὸ | φυσητόν | |
| κλητική ὦ! | φυσητέ | φυσητή | φυσητόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | φυσητοί | αἱ | φυσηταί | τὰ | φυσητᾰ́ | |
| γενική | τῶν | φυσητῶν | τῶν | φυσητῶν | τῶν | φυσητῶν | |
| δοτική | τοῖς | φυσητοῖς | ταῖς | φυσηταῖς | τοῖς | φυσητοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | φυσητούς | τὰς | φυσητᾱ́ς | τὰ | φυσητᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | φυσητοί | φυσηταί | φυσητᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσητώ | τὼ | φυσητᾱ́ | τὼ | φυσητώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | φυσητοῖν | τοῖν | φυσηταῖν | τοῖν | φυσητοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- φυσητός (ελληνιστική κοινή) ρηματικό επίθετο σε -τός < αρχαία ελληνική φυσάω < φῦσα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη φῦσα
Πηγές
- φυσητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.