φυσερό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυσερό τα φυσερά
      γενική του φυσερού των φυσερών
    αιτιατική το φυσερό τα φυσερά
     κλητική φυσερό φυσερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσερό < φυσώ
Σχέδιο φυσερού για να ζωηρεύει η φωτιά στα κάρβουνα ή στο τζάκι

Ουσιαστικό

φυσερό ουδέτερο

  1. φυσούνα, φυσητήρας, φύσα, απλή φορητή συσκευή με ασκό με την οποία παράγεται και φυσιέται αέρας προς συγκεκριμένη κατεύθυνση συνήθως για τεχνικές εργασίες π.χ. παλιότερα στα σιδηρουργεία και στα υαλουργεία
  2. η βεντάλια ή οποιοδήποτε επίπεδο, ελαφρύ και λεπτού πάχους φορητό αντικείμενο με λαβή μετακινεί χειροκίνητα μικρές μάζες αέρα ώστε κάποιος να δροσίζεται ή να ανανεώνει τον αέρα κοντά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.