φυσούνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυσούνα | οι | φυσούνες |
| γενική | της | φυσούνας | — | |
| αιτιατική | τη | φυσούνα | τις | φυσούνες |
| κλητική | φυσούνα | φυσούνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Φυσούνα στο αεροδρόμιο της Αθήνας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈsu.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σού‐να
Αναφορές
- φυσούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.