φυσητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσητικός η φυσητική το φυσητικό
      γενική του φυσητικού της φυσητικής του φυσητικού
    αιτιατική τον φυσητικό τη φυσητική το φυσητικό
     κλητική φυσητικέ φυσητική φυσητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσητικοί οι φυσητικές τα φυσητικά
      γενική των φυσητικών των φυσητικών των φυσητικών
    αιτιατική τους φυσητικούς τις φυσητικές τα φυσητικά
     κλητική φυσητικοί φυσητικές φυσητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυσητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσητικός < φυσάω, φυση- + -τικός

Επίθετο

φυσητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
φῡσητικο-
ονομαστική φυσητικός φυσητική τὸ φυσητικόν
      γενική τοῦ φυσητικοῦ τῆς φυσητικῆς τοῦ φυσητικοῦ
      δοτική τῷ φυσητικ τῇ φυσητικ τῷ φυσητικ
    αιτιατική τὸν φυσητικόν τὴν φυσητικήν τὸ φυσητικόν
     κλητική ! φυσητικέ φυσητική φυσητικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φυσητικοί αἱ φυσητικαί τὰ φυσητικᾰ́
      γενική τῶν φυσητικῶν τῶν φυσητικῶν τῶν φυσητικῶν
      δοτική τοῖς φυσητικοῖς ταῖς φυσητικαῖς τοῖς φυσητικοῖς
    αιτιατική τοὺς φυσητικούς τὰς φυσητικᾱ́ς τὰ φυσητικᾰ́
     κλητική ! φυσητικοί φυσητικαί φυσητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φυσητικώ τὼ φυσητικᾱ́ τὼ φυσητικώ
      γεν-δοτ τοῖν φυσητικοῖν τοῖν φυσητικαῖν τοῖν φυσητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυσητικός < φυσάω, φυση- + -τικός < φῦσα

Επίθετο

φυσητικός, -ή, -όν

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φῦσα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.