φυσητήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυσητήρας οι φυσητήρες
      γενική του φυσητήρα των φυσητήρων
    αιτιατική τον φυσητήρα τους φυσητήρες
     κλητική φυσητήρα φυσητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσητήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσητήρ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.si.ˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυσητήρας

Ουσιαστικό

φυσητήρας αρσενικό

  1. μηχάνημα το οποίο φυσάει αέρα
  2. (ζωολογία)
    1. όργανο της φάλαινας που χρησιμοποιείται για την αναπνοή και εκσφενδόνιση νερού
    2. γένος τεράστιων σαρκοφάγων θαλάσσιων θηλαστικών που θυμίζουν φάλαινες

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.