φυλαχτάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλαχτάρι τα φυλαχτάρια
      γενική του φυλαχταριού των φυλαχταριών
    αιτιατική το φυλαχτάρι τα φυλαχτάρια
     κλητική φυλαχτάρι φυλαχτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Σπάνιες οι γενικές πτώσεις.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλαχτάρι < φυλαχτ(ό) + -άρι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.laˈxta.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυλαχτάρι

Ουσιαστικό

φυλαχτάρι ουδέτερο

Συγγενικά

  • φυλαχτής
  • φυλαχτικός

 και δείτε τις λέξεις φυλάγω και φυλάσσω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.