φυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλάκιο τα φυλάκια
      γενική του φυλακίου
& φυλάκιου
των φυλακίων
    αιτιατική το φυλάκιο τα φυλάκια
     κλητική φυλάκιο φυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλάκιο < φυλάκιον < φυλάσσω

Ουσιαστικό

φυλάκιο ουδέτερο

  1. οίκημα προορισμένο για τη στέγαση ενός μικρού αριθμού στρατιωτών οι οποίοι έχουν την αποστολή της φύλαξης της περιοχής.
  2. μικρών διαστάσεων κτίσμα προορισμένο για την προσωρινή παραμονή σε αυτό ενός φρουρού

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.