φυλακισμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυλακισμένων

  1. γενική πληθυντικού του φυλακισμένος
  2. γενική πληθυντικού του φυλακισμένη
  3. γενική πληθυντικού του φυλακισμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.