prisoner

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
prisoner prisoners

Ετυμολογία

prisoner < prison + -er

Ουσιαστικό

prisoner (en)

  1. ο κρατούμενος, ο φυλακισμένος, άτομο που κρατείται στη φυλακή ως τιμωρία ή ενώ περιμένει τη δίκη
    They let all the political prisoners go.
    Άφησαν όλους τους πολιτικούς κρατουμένους.
  2. ο αιχμάλωτος, ένα άτομο που έχει αιχμαλωτιστεί, για παράδειγμα από έναν εχθρό, και κρατείται κάπου
    a prisoner of war - αιχμάλωτος πολέμου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.