φρίκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρίκη | οι | φρίκες |
| γενική | της | φρίκης | των | φρικών |
| αιτιατική | τη | φρίκη | τις | φρίκες |
| κλητική | φρίκη | φρίκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
φρίκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρίκη[1] / φρίξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρί‐κη
Ουσιαστικό
φρίκη θηλυκό
- έντονο συναίσθημα φόβου και αποστροφής
- ↪ η φρίκη του πολέμου
- αρνητικός χαρακτηρισμός για οτιδήποτε δε μας αρέσει, ισοδυναμεί με το επίθετο φρικτός
- ↪ το φαγητό στο ξενοδοχείο ήταν φρίκη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φρίκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φρῑκα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | φρίκη | αἱ | φρῖκαι | |
| γενική | τῆς | φρίκης | τῶν | φρικῶν | |
| δοτική | τῇ | φρίκῃ | ταῖς | φρίκαις | |
| αιτιατική | τὴν | φρίκην | τὰς | φρίκᾱς | |
| κλητική ὦ! | φρίκη | φρῖκαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρίκᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φρίκαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
φρίκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φρίκη (ῑ) θηλυκό
- ο μικρός κυματισμός
- το ανατρίχιασμα λόγω κρύου, φόβου, έντονης συγκίνησης,η φρικίαση
Συνώνυμα
Πηγές
- φρίκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.