φρίττω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρίττω < αρχαία ελληνική φρίττω < φρίξ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfɾi.to/

Ρήμα

φρίττω

  1. νιώθω φρίκη και αποτροπιασμό, ανατριχιάζω, αναστατώνομαι έντονα, σοκάρομαι
    Η τοπική κοινωνία έφριξε με το στυγερό έγκλημα
  2. αγανακτώ ηθικά, νιώθω δυσαρέσκεια, διαφωνώ σφόδρα
    'Εφριξε που ο πατέρας του παντρεύτηκε μια πολύ μικρότερή του
    Φρίττω και μόνο στη σκέψη ότι θα τους καλέσεις σπιτι μας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.