φρίξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φρῑκ-
ονομαστική φρίξ αἱ φρῖκες
      γενική τῆς φρικός τῶν φρικῶν
      δοτική τῇ φρικῐ́ ταῖς φριξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν φρῖκ τὰς φρῖκᾰς
     κλητική ! φρίξ φρῖκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρῖκε
γεν-δοτ τοῖν  φρικοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρίξ < φρίσσω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φρίξ θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • φριξαύχην
  • φριξόθριξ
  • φριξοκόμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.