φρικάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φρικάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική freak (τέρας, ασυνήθιστο πρόσωπο) + -άρω μέσω του freak out και με παρετυμολογική σύνδεση με το φρίκη. Συγγενή: (αγγλοσαξονικά) frician (πηδώ, χορεύω), (μέση αγγλική) frek (αναιδής, αυθάδης). [1] [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾiˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐κά‐ρω
- παρώνυμο: φρακάρω
Ρήμα
φρικάρω, πρτ.: φρίκαρα/φρικάριζα, αόρ.: φρίκαρα/φρικάρισα, μτχ.π.π.: φρικαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αργκό, λαϊκότροπο) εκπλήσσομαι, φρίττω, αγανακτώ, δυσανασχετώ, δυσφορώ
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση με διπλούς τύπος +φρικαρισμένος
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | φρικάρω | φρίκαρα | θα φρικάρω | να φρικάρω | φρικάροντας | |
| β' ενικ. | φρικάρεις | φρίκαρες | θα φρικάρεις | να φρικάρεις | φρίκαρε | |
| γ' ενικ. | φρικάρει | φρίκαρε | θα φρικάρει | να φρικάρει | ||
| α' πληθ. | φρικάρουμε | φρικάραμε | θα φρικάρουμε | να φρικάρουμε | ||
| β' πληθ. | φρικάρετε | φρικάρατε | θα φρικάρετε | να φρικάρετε | φρικάρετε | |
| γ' πληθ. | φρικάρουν(ε) | φρίκαραν φρικάραν(ε) |
θα φρικάρουν(ε) | να φρικάρουν(ε) |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.