φρικιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρικιαστικός | η | φρικιαστική | το | φρικιαστικό |
| γενική | του | φρικιαστικού | της | φρικιαστικής | του | φρικιαστικού |
| αιτιατική | τον | φρικιαστικό | τη | φρικιαστική | το | φρικιαστικό |
| κλητική | φρικιαστικέ | φρικιαστική | φρικιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρικιαστικοί | οι | φρικιαστικές | τα | φρικιαστικά |
| γενική | των | φρικιαστικών | των | φρικιαστικών | των | φρικιαστικών |
| αιτιατική | τους | φρικιαστικούς | τις | φρικιαστικές | τα | φρικιαστικά |
| κλητική | φρικιαστικοί | φρικιαστικές | φρικιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρικιαστικός < φρικιάζω
Επίθετο
φρικιαστικός, -ή, ό
- που σε κάνει να φρικιάς, που προκαλεί ρίγος φρίκης, αποτροπιασμό ή τρόμο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.