ανατρίχιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανατρίχιασμα | τα | ανατριχιάσματα |
| γενική | του | ανατριχιάσματος | των | ανατριχιασμάτων |
| αιτιατική | το | ανατρίχιασμα | τα | ανατριχιάσματα |
| κλητική | ανατρίχιασμα | ανατριχιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανατρίχιασμα < ανατριχιάζω, ανατρίχιασ(α) + -μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανατρίχιασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.